-
Grinder Definition
*ήρεμη/σιωπηλή δύναμη; δουλευταράς; εργάτης; φιλότιμος; αουτσάιντερ;
-
-
βακτήριο ή βακτηρίδιο;
βακτηρίδιο = υποκοριστικό του (ήδη) υποκοριστικού βακτηρίου (όπως λίγο - λιγάκι - λιγουλάκι)
-
-
-
μετάπτωση - μεταπτώσεις
*mood swings = αλλαγές/εναλλαγές/μεταπτώσεις της διάθεσης / στη διάθεση
-
-
-
Δαιμονοληψία - Βικιπαίδεια
spirit possession. Επίσης: πνευματοληψία, κατάληψη από πνεύμα.
-
spirit possession → δαιμονοληψία, πνευματοληψία
spirit possession. Επίσης: δαιμονοληψία, κατοχή από πνεύμα.
-